Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μικρό σπιτάκι ζούσε μια φτωχή οικογένεια που είχε τρία παιδάκια: τον Χρήστο, το Γιαννάκη και την μικρή Αννούλα. Τα αδελφάκια ήταν πολύ αγαπημένα και πάντοτε βοηθούσε το ένα το άλλο. Η μικρή Αννούλα όμως ήταν πολύ άρρωστη! Ο γιατρός είχε πει ότι πιθανόν θα ήταν τα τελευταία της Χριστούγεννα. Μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να την σώσει!!! Ο Χρήστος και ο Γιαννάκης προσπαθούσαν να βρουν ένα τρόπο για να κάνουν τη Αννούλα να νιώσει καλύτερα. Έτσι λοιπόν την ρώτησαν τι δώρο θα ήθελε να της φέρει ο Άγιος Βασίλης για τα Χριστούγεννα. Η Αννούλα τους είπε, πως θα ήθελε να δει τον Άγιο Βασίλη με τα ελαφάκια του. Ο Χρήστος και ο Γιαννάκης στεναχωρήθηκαν πολύ γιατί σε δυο μέρες ήταν Χριστούγεννα και δεν ήξεραν που να βρουν τον Άγιο Βασίλη. Δε σκέφτηκαν όμως ούτε για μια στιγμή να σταματήσουν την προσπάθεια καθώς δεν ήθελαν να απογοητεύσουν την μικρή τους αδελφή.
Εκεί λοιπόν που κάθονταν και έκλαιγαν μη μπορώντας να βρουν λύση άκουσαν κλάματα. Γύρισαν τα κεφαλάκια τους και είδαν ένα μικρό άσπρο ελαφάκι να κλαίει και να λέει:
« Εμένα δε με αγαπάει κανείς. Είμαι μόνο μου πια !! ».
Τα αγοράκια πλησίασαν το μικρό ελαφάκι και του είπαν:
« Γιατί κλαις καλό μου ελαφάκι ; Τι σου συμβαίνει ; »
και το ελαφάκι απάντησε ταραγμένο:
« Δε με αγαπάει κανείς και είμαι μόνο μου. »
« Που είναι οι φίλοι σου ; » ρώτησε ο Χρήστος.
« Δεν έχω φίλους. », είπε το ελαφάκι, « Όλοι με κοροϊδεύουν. »
« Μα γιατί; » απόρησε ο Γιαννάκης και συνέχισε « Αλήθεια πως σε λένε; »
« Ρούντολφ με λένε » απάντησε το ελαφάκι
« Θες να γίνεις φίλος μας ; » ρώτησε ο Χρήστος.
« Θα το ήθελα πολύ μα φοβάμαι πως θα με κοροϊδεύεται και εσείς όταν νυχτώσει. »
« Εμείς δεν κοροϊδεύουμε τους φίλους μας » είπε ο Γιαννάκης. « Μα πες μας τι σου συνέβη; ».
« Ωραία φίλοι μου, ακούστε. Η μύτη μου όταν βραδιάζει φωτίζει. Λοιπόν τα άλλα ελαφάκια μόλις βράδιαζε με κοιτούσαν και γελούσαν. Μέχρι που δεν άντεξα και άφησα τη δουλειά μου που την αγαπώ πολύ. »
« Μη στεναχωριέσαι » είπε ο Χρήστος.
« Και που δούλευες » ρώτησε ο Γιαννάκης.
« Βοηθούσα τον Άγιο Βασίλη… » και πριν προλάβει να τελειώσει ο Ρούντολφ τα δυο αγοράκια είπαν με μια φωνή « τον Άγιο Βασίλη!; »
« Ναι » είπε ο Ρούντολφ « γιατί αναστατωθήκατε; »
« τα δυο μικρά παιδάκια είπαν στο φίλο τους πόσο άρρωστη ήταν η αδελφούλα τους και τι τους είχε ζητήσει. Με δάκρυα στα μάτια είπαν « σε παρακαλούμε καλέ μας φίλε βοήθησέ μας να βρούμε τον Άγιο Βασίλη!! » Το μικρό ελαφάκι δάκρυσε και είπε
« Θα σας βοηθήσω καλοί μου φίλοι. Θα ήθελα να γνωρίσω και την Αννούλα. »
Οι τρεις φίλοι πήγαν στο δωμάτιο της Αννούλας. Εκείνη είχε κλεισμένα τα ματάκια της γιατί ήταν πολύ αδύναμη. Ο Χρήστος τη ρώτησε γλυκά
« κοιμάσαι Αννούλα; » Εκείνη έγνεψε αρνητικά.
« Άνοιξε τα ματάκια σου να σου γνωρίσουμε έναν καλό μας φίλο. » είπε ο Γιαννάκης.
Τότε η μικρή κοπέλα άνοιξε τα ματάκια της και κοίταξε το Ρούντολφ.
« Γεια σου Αννούλα. Είμαι ο Ρούντολφ και θα ήθελα να γίνω φίλος σου. »
« Γεια σου Ρούντολφ » είπε η άρρωστη κοπέλα.
« Αφού είσαι φίλος των αδελφών μου, είσαι και δικός μου φίλος. »
« Ξέρεις Άννα ο Ρούντολφ ξέρει τον Άγιο Βασίλη και θα μας πάει σε εκείνον » είπε ο Χρήστος.
« Αλήθεια; » είπε με ενθουσιασμό η Αννούλα, μα αμέσως ξαναείπε
« Καλέ μου Ρούντολφ είμαι πολύ άρρωστη και δε θα τα καταφέρω. Σε ευχαριστώ πάντως! » και έκλεισε τα μάτια της ξανά και άρχισε να κλαίει.
« Μικρή μου να ξέρεις πως όταν θέλουμε κάτι πολύ και όταν έχουμε γύρω μας ανθρώπους που μας αγαπούν και μας βοηθούν μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Αρκεί να το πιστέψουμε! Εμείς είμαστε δίπλα σου. Όλα θα πάνε καλά » είπε ο Ρούντολφ.
« Πολύ σωστά συμφώνησαν ο Χρήστος και ο Γιαννάκης.
Παίρνοντας δύναμη από τα λόγια του μικρού ελαφιού η Αννούλα ξεκίνησε, μαζί με τους φίλους της βέβαια, για το σπίτι του Αγίου Βασίλη. Για να περνά πιο ευχάριστα η ώρα της Αννούλας, ο Ρούντολφ της διηγήθηκε την ιστορία του… της είπε για την μύτη του, για τα άλλα ελαφάκια που το κορόιδευαν, και για το πόσο χαρούμενος αισθάνθηκε όταν κατάλαβε πως δεν ήταν πια μόνος. Είχε δυο πραγματικούς φίλους πια, τον Χρήστο και τον Γιαννάκη! Με την κουβέντα έφτασαν στο σπιτάκι του Αγίου Βασίλη. Ήταν ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι γεμάτο με πολλά δώρα.
« Για ποιον είναι όλα αυτά τα δώρα ; » ρώτησε η Αννούλα.
« Για όλα τα παιδιά του κόσμου » είπε ο Ρούντολφ.
Όταν έφτασαν πιο κοντά στο σπιτάκι είδαν τα ελαφάκια που παλιότερα ήταν φίλοι του Ρούντολφ να κλαίνε.
« Τι συμβαίνει; » είπε ο Ρούντολφ,
και ένα από αυτά του είπε
« Συγχώρεσε μας καλέ μας φίλε που σε πληγώσαμε. Ο Άγιος Βασίλης μας μάλωσε και πήγε να σε βρει. »
« Που πήγε; » ρώτησε η Αννούλα που άρχισε να νιώθει και πάλι αδύναμη.
« Δεν ξέρουμε » απάντησαν εκείνα.
« Μη στενοχωριέσαι θα τον βρούμε » την καθησύχασαν οι φίλοι της και άρχισαν να ψάχνουν.
Έψαχναν όλη τη νύκτα και όλη την ημέρα μα δεν μπορούσαν να τον βρουν. Όταν έφτασε το σούρουπο άρχισαν να απογοητεύονται.
« Δε θα τον βρούμε ποτέ!! » είπε ο Χρήστος.
« Μάταια ψάχνουμε » είπε ο Γιαννάκης,
«Δε ξέρω που αλλού να ψάξουμε.
Και αύριο είναι Χριστούγεννα. Θα μείνουν τα παιδάκια χωρίς δώρα!!! » είπε ο Ρούντολφ.
« Θα τον βρούμε. Μην απελπίζεστε. Δε θα αφήσουμε τα παιδάκια χωρίς δώρα. Εσείς με μάθατε να είμαι δυνατή. Όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε. Θα δείτε! » είπε η Αννούλα.
Και πριν καλά καλά τελειώσει άκουσαν μια λυπημένη φωνή να λέει
« Καλέ μου και σοφέ μου Ρούντολφ που είσαι; Πού μπορώ να σε βρω;! Αχ πόσο μου λείπεις! »
Δεν υπήρχε αμφιβολία ήταν ο Άγιος Βασίλης!!
« Άγιε Βασίλη!! » φώναξε ο Ρούντολφ και έτρεξε στην αγκαλιά του.
« Είμαι πολύ χαρούμενος που σε ξαναβρήκα » είπε ο Άγιος Βασίλης.
Τότε ο Ρούντολφ του σύστησε τους φίλους του και του διηγήθηκε όλη την ιστορία.
« Εσύ είσαι λοιπόν η Αννούλα; » ρώτησε ο Άγιος Βασίλης και την πήρε στην αγκαλιά του.
« Πες μου τι δώρο θες να σου κάνω κοριτσάκι μου » είπε.
« Θέλω να γίνω καλά Άγιε μου Βασίλη » είπε η Αννούλα.
« Αν το θες πολύ θα γίνει » της απάντησε.
« Κάτι άλλο θες; ».
« Μια μικρή κούκλα » απάντησε εκείνη.
« Ορίστε. Εσείς παιδιά; »
« Ένα αυτοκινητάκι » είπε ο Χρήστος
« και εγώ ένα αρκουδάκι » είπε ο Γιαννάκης.
« Ορίστε » είπε ο Άγιος Βασίλης και συνέχισε
« Εσείς παιδιά να πάτε σπίτι και να θυμάστε πως ό,τι θέλουμε πραγματικά μπορούμε να το πετύχουμε. Και εσύ Ρούντολφ έλα να με βοηθήσεις να δώσουμε τα δώρα και στα άλλα παιδιά πριν ξημερώσει ».
Οι φίλοι αποχαιρετίστηκαν και ορκίστηκαν ότι θα τα ξαναπούν σύντομα .Όσο για την μικρή Αννούλα πίστεψε πως θα γινόταν καλά και έγινε!!!
ΤΕΛΟΣ
Δ. Καραμποΐκη