«Περί δεσμού» σύμφωνα με τη θεωρία του Bowlby.

0

 

 Ο Bowlby (1969) ασχολήθηκε με τον δεσμό που δημιουργείται μεταξύ του βρέφους και του προσώπου που το φροντίζει. Το πρόσωπο αυτό είναι συνήθως η μητέρα. Ο δεσμός αυτός αναπτύσσεται μέσω τεσσάρων ευρέων φάσεων στη διάρκεια των πρώτων δύο ετών της ζωής, δημιουργώντας τελικά μια «δυναμική ισορροπία μεταξύ του ζεύγους μητέρας-παιδιού», όπως τονίζει και ο ίδιος. Η πρώτη φάση ονομάζεται φάση προ του δεσμού και εκτείνεται από τη γέννηση εως τις 6 εβδομάδες. Στη φάση αυτή τίθονται τα θεμέλια του δεσμού. Τα βρέφη συνδέονται στενά με τους παρέχοντες φροντίδα, από τους οποίους παίρνουν τροφή και οι οποίοι τα κάνουν να νιώσουν άνετα. Η δεύτερη φάση είναι εκείνη του υπο διαμόρφωση δεσμού μεταξύ 6 εβδομάδων εως 6-8 μηνών. Τα βρέφη αρχίζουν να ανταποκρίνονται διαφορετικά στα οικεία και στα άγνωστα πρόσωπα και αρχίζουν να παρουσιάζουν σημάδια επιφυλακτικότητας όταν έρχονται αντιμέτωπα με άγνωστα αντικείμενα και ανθρώπους. Η τρίτη φάση είναι η φάση του «σαφούς δεσμού» (6-8 μηνών ως 18-24 μηνών). Στην φάση αυτή εμφανίζεται το άγχος αποχωρισμού, όπου αναπτύσσεται όταν η μητέρα ή το πρόσωπο που φροντίζει το παιδί φεύγει από το δωμάτιο. Η μητέρα γίνεται η βάση ασφαλείας του παιδιού. Στη τέταρτη και  τελευταία φάση των αμοιβαίων σχέσεων (18-24 μηνών και αργότερα) το ζευγάρι μητέρα-παιδί δημιουργεί μια αμοιβαία σχέση στην οποία μοιράζονται την ευθύνη της διατήρησης της ισορροπίας του συστήματος.
Μετά το τέταρτο στάδιο η σχέση δεσμου μεταξύ γονιού και παιδιού λειτουργεί ως ένα εσωτερικευμένο μοντέλο εργασίας που τα παιδιά χρησιμοποιούν για να κατευθύνουν τις συναλλαγές τους με τα πρόσωπα που τα φροντίζουν καθώς και με τους άλλους ανθρώπους.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Bowlby τα βρέφη είναι δυνατόν να σχηματίσουν τριών ειδών δεσμού˙ δύο ανασφαλείς και έναν ασφαλή δεσμό. Ανασφαλείς ονομάζονται οι δεσμοί εκείνοι όπου η μητέρα δεν λειτουργεί για το παιδί ως βάση ασφάλειας από την οποία το βρέφος μπορεί να εξορμά για τις εξερευνήσεις του. Αντίθετα ασφαλής είναι ο δεσμός όπου η μητέρα λειτουργεί ως βάση ασφάλειας για το παιδί.
Το πρώτο είδος ανασφαλούς δεσμού ονομάζεται ανασφαλής δεσμός τύπου αμφιθυμίας. Τα μωρά αυτά αναζητούν την μητέρα τους όταν εκείνη τα αφήνει μόνα τους  και όταν επιστέφει ζητόυν την αγκαλία της και ταυτόχρονα παλεύουν να τα αφήσει κάτω. Γενικότερα τα παιδιά με αυτό το είδος δεσμού έχουν ανφιθυμικά συναισθήματα προς την μητέρα τους αλλά και τους άλλους. Ως μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες τείνουν να είναι καχύποπτα και επιφυλακτικά ενώ αποφεύγουν να συνδέονται συναισθηματικά στο μέτρο του δυνατού.
Στον ανασφαλή δεσμό τύπου αποφυγής, τα βρέφη μπορεί να κλαίνε ή να μην κλαίν  όταν η μητέρα τους φεύγει. Γενικότερα τα παιδιά αυτά αδιαφορούν τόσο για τη μητέρα τους όσο και για τους υπολλοιπους ανθρώπους. Είναι απόμακρα και δεν επιθυμούν οποιασδήποτε μορφής συναισθηματική δέσμευση. Ως ενήλικες ανταποκρίνονται στο πορτρέτο του κοινώς αποκαλούμενου αντικοινωνικού ατόμου.
Τέλος τα παιδιά με ασφαλή δεσμό, τα οποία είναι και τα περισσότερα, αναστατώνονται εμφανώς όταν η μητέρα τους φεύγει μα ηρεμούν όταν εκείνη επιστρέφει και τα αγκαλιάσει για λίγο. Ως μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες χαρακτηρίζονται από συναισθηματική σταθερότητα, είναι κοινωνικά, επιζητούν ευκαιρίες για να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους και στηρίζονται περισσότερο στον εαυτό τους.
Τελειώνοντας, κρίνεται απαραίτητο να αναφερθούν οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διαμόρφωση του δεσμού. Ο πρώτος και ο κυριότερος παράγοντας είναι η συμπεριφορά της μητέρας. Οι μητέρες που ανταποκρίνονται γρήγορα και κατάλληλα, μα όχι σε υπερβολικό βαθμό, στα κλάματα των μωρών τους  και γενικά είναι πιο ευαίσθητες στις ανάγκες τους έχουν μωρά με ασφαλή δεσμό. Δεύτερος στη σειρά παράγοντας είναι εκείνος που σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά του ίδιου του παιδιού. Τα μωρά που έχουν δύσκολη ιδιοσυγκρασία, τα λεγόμενα δύσκολα μωρά, σύμφωνα με ορισμένες έρευνες, αναπτύσσουν ανασφαλή δεσμό. Ωστόσο άλλες έρευνες δεν έχουν καταλήξει στα ίδια συμπεράσματα. Είναι βέβαιο πως τα χαρακτηριστικά του παιδιού επηρεάζουν τον δεσμό ωστόσο δεν έχει εξακριβωθεί ο τρόπος που αυτό συμβαίνει. Τέλος το είδος του δεσμού μεταξύ του παιδιού και εκείνου που τα φροντίζει φαίνεται να επηρεάζεται και από τον τρόπο ανατροφής που υπαγορεύει το πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ανήκουν. Έτσι ενώ ο δεσμός φαίνεται να παραμένει σταθερός για αρκετούς μήνες, η σταθερότητά του εξαρτάται από τη σταθερότητα των συνθηκών ζωής του παιδιού.
Εν κατακλείδι το θέμα του δεσμού είναι πολύ σημαντικό για την ανάπτυξη του παιδιού και για αυτό καλό είναι να του δίνεται η δέουσα προσοχή.
Δήμητρα Καραμποΐκη.
Ψυχολόγος