Ο σχολικός εκφοβισμός αποτελεί ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα που ταλαιπωρεί παγκοσμίως παιδιά, γονείς και την σχολική κοινότητα εν γένει. Πρόκειται για εκδήλωση σκόπιμης συμπεριφοράς από μέρους ενός ή περισσότερων παιδιών (δράστες ) με πρόθεση να στεναχωρήσουν ή να πληγώσουν άλλα παιδιά ( θύματα ). Η συμπεριφορά αυτή έχει διάρκεια στο χρόνο καθώς επαναλαμβάνεται και στηρίζεται στην ανισορροπία δύναμης μεταξύ των δύο πλευρών.
Η σκόπιμη αυτή συμπεριφορά εκδηλώνεται είτε ως σωματική επίθεση με τη μορφή των σπρωξιμάτων ,χαστουκιών και άλλα, είτε με τη λεκτική της μορφή μέσω των κοροϊδιών, της ειρωνείας, της διάδοσης ψευδών φημών και τα λοιπά. Συνηθισμένη είναι επίσης και η συναισθηματική επίθεση η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την σκόπιμη απομόνωση του παιδιού- θύματος, την καταστροφή προσωπικών του αντικειμένων και την απειλή. Τα τελευταία χρόνια στις κλασσικές μορφές εκδήλωσης του σχολικού εκφοβισμού έχουν προστεθεί δύο ακόμη, εκείνη του σεξουαλικού εκφοβισμού και εκείνη του ηλεκτρονικού. Οι δύο αυτές μορφές συνήθως εμφανίζονται σε συνδυασμό είτε μέσω ανεπιθύμητων αγγιγμάτων και προσβλητικών μηνυμάτων είτε με τη χρήση κάμερας με σκοπό την απειλή και την ταπείνωση του παιδιού- θύματος.
Λαμβάνοντας υπόψιν μας όσα ήδη αναφέρθηκαν κατανοούμε την έντονη ενασχόληση διεθνώς με το φαινόμενο αυτό. Μια ενασχόληση ωστόσο, η οποία πλέον εστιάζεται στους μύθους που συνοδεύουν τον σχολικό εκφοβισμό αντιπαραβάλλοντάς τους με την πραγματικότητα.
Ο πρώτος μύθος σχετίζεται με την αμφισβήτηση του ίδιου του φαινομένου. Ο εκφοβισμός νοείται ως μη υπαρκτό φαινόμενο καθώς συνδέεται με τον τσακωμό των παιδιών ο οποίος πάντοτε λάμβανε χώρα εντός του σχολικού περιβάλλοντος. Η σύνδεση αυτή είναι άτοπη στη βάση της καθώς δυο παιδιά που σήμερα τσακώθηκαν αύριο θα κάνουν και πάλι παρέα. Στα περιστατικά ωστόσο, του σχολικού εκφοβισμού τα εμπλεκόμενα παιδιά δεν έχουν υπάρξει ποτέ φίλοι και οι συμπεριφορές που τα συνοδεύουν έχουν σταθερότερα στο χρόνο καθώς επιλαμβάνονται.
Μια ακόμη σύγχυση αποτελεί η ταύτιση του εκφοβισμού με την σωματική επίθεση και την απειλή, καθώς και η άποψη πως ο διαδικτυακός εκφοβισμός αποτελεί την αφετηρία των άλλων μορφών εκδήλωσής του. Σύμφωνα με τις απαντήσεις παιδιών σε πρόσφατη έρευνα το 21% εκφοβίζεται λεκτικά, το 26% συναισθηματικά και μόλις το 11% σωματικά, ενώ η αφετηρία του εκφοβισμού τοποθετείται εντός του σχολικού χώρου. Ξεκινάει πρόσωπο με πρόσωπο και αργότερα μεταφέρεται στο διαδίκτυο μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και άλλων ψηφιακών μέσων.
Δύο από τα βασικά επιχειρήματα των δραστών είναι είτε πως απλά κάνουν πλάκα είτε πως απλά δεν συμπαθούν τον θύμα τους. Στην πραγματικότητα όμως η πλάκα συμβαίνει μεταξύ φίλων μη περιλαμβάνοντας σωματικό ή συναισθηματικό πόνο, ενώ ο εκφοβισμός εμπλέκει παιδιά που δεν είναι φίλοι και επιφέρει σε αυτά συναισθήματα όπως φόβο, θυμό, ντροπή. Επιπλέον κάθε παιδί έχει αναφαίρετο δικαίωμα να επιλέγει τους φίλους του μα δεν έχει κανένα δικαίωμα να ταπεινώνει, να απειλεί και γενικά να εκφοβίζει κάποιον που δε συμπαθεί.
Η επόμενη ομάδα μύθων σχετίζεται με την φυσιογνωμία του θύτη. Έτσι τα παιδιά-θύτες θεωρούνται μεγαλόσωμοι, προερχόμενοι από ανώτερα κοινωνικά στρώματα και όσον αναφορά το φύλο αγόρια. Παρά ταύτα τα ερευνητικά δεδομένα μαρτυρούν πως τόσο το φυσικό μέγεθος όσο και η οικονομική καταγωγή του θύτη δεν παίζει κανένα απολύτως ρόλο στα περιστατικά εκφοβισμού. Η βάση τους είναι ψυχολογική και συνεπώς ανεξάρτητη από τον όγκο του θύτη ή την οικονομική του κατάσταση. Επιπροσθέτως τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια εκφοβίζουν εξίσου. Η διαφορά είναι πως τα αγόρια επιλέγουν πιο άμεσους τρόπους εκφοβισμού ,όπως κλωτσιές, μπουνιές, βρισιές , ενώ τα κορίτσια πιο έμμεσους, όπως διάδοση φημών, απειλές, προσβολές.
Ο μεγαλύτερος ωστόσο μύθος γύρω από το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού είναι εκείνος που συνδυάζει τρεις βασικές διαστάσεις του. Εκείνη του ρόλου των παιδιών που δεν ανήκουν ούτε στους θύτες ούτε στα θύματα ( παρατηρητές ) , εκείνη της ανταπόδοσης στον εκφοβισμό με βία και τέλος εκείνης γύρω από τη σιωπή για τα περιστατικά αυτά προς αποφυγή μιας ενήλικης παρέμβασης που θα οξύνει την κατάσταση. Στην πραγματικότητα τα περιστατικά αυτά συμβαίνουν σχεδόν πάντα παρουσία άλλων παιδιών με συχνότητα 4 στα 5 , γεγονός που καταδεικνύει τη σημαντικότητα της στάσης τους. Αν οι παρατηρητές χλευάσουν τα θύματα , ή αν μείνουν αμέτοχοι τα περιστατικά θα ενταθούν ενώ αν παρέμβουν δυναμικά δείχνοντας την αντίθεσή τους σε αυτά θα τερματιστούν. Εξάλλου είναι η πλειοψηφούσα ομάδα. Σίγουρα η αντίδραση σε αυτά τα περιστατικά δεν μπορεί να είναι η χρήση βίας. Η βία θα φέρει βία. Η πλέον σωστή αντίδραση είναι να οροθετηθεί από τα ίδια τα παιδιά η συμπεριφορά των θυτών λέγοντάς τους πως δεν τους επιτρέπουν να τα παρενοχλούν και στη συνέχεια η ενημέρωση κάποιου ενήλικα. Η άμεση, διακριτική και με σωστό τρόπο παρέμβαση ενός ενήλικα κρίνεται πάντοτε ως βοηθητική.
Και εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με την άποψη πως οι γονείς είναι οι καλύτεροι σύμμαχοι ενός παιδιού και συνεπώς είναι εκείνοι οι οποίοι θα πρέπει να λύσουν το θέμα. Στην πραγματικότητα όμως ο ρόλος τους είναι διττός και ξεκάθαρος. Οφείλουν τόσο να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε ό,τι μεταφέρει το παιδί από το σχολείο όσο και να διαχειρίζονται την επιθετικότητα των παιδιών τους μη δεχόμενοι καμία επιθετική συμπεριφορά εντός ή εκτός του σπιτιού. Επιπροσθέτως θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις απόψεις που εκφράζουν για τις σχέσεις των ανθρώπων καθώς ενδέχεται να παραφραστούν από τα παιδιά και να λειτουργήσουν ως έμμεση επιβράβευση και δικαιολόγηση της επιθετικότητάς τους απέναντι σε συμμαθητές τους. Τέλος η άμεση παρέμβαση των γονέων τόσο στους θύτες όσο και στους γονείς τους θα πρέπει να αποφεύγεται καθώς τέτοιου είδους συζητήσεις δεν οδηγούν συνήθως πουθενά. Αντί αυτού η ενημέρωση του διευθυντή και του δασκάλου είναι ο μόνος δρόμος προς τη λύση. Τα φαινόμενα σχολικού εκφοβισμού λαμβάνουν χώρα εντός του σχολικού χώρου και για αυτό το λόγο η πρόληψη και η αντιμετώπισή τους απαιτεί την συνεργασία μαθητών, γονέων, σχολείου.
Η βάση τόσο της πρόληψης όσο και της αντιμετώπισης εστιάζεται στην κατανόηση των λόγων που οδηγούν τα παιδιά στην εκδήλωση ή αποδοχή εκφοβιστικών συμπεριφορών. Κοινός τόπος των θυτών και των θυμάτων αποτελεί η χαμηλή αυτοπεποίθηση γεγονός που καταδεικνύει την αναγκαιότητα υιοθέτησης στρατηγικών παρέμβασης εντός του σχολείου ούτως ώστε να ενδυναμώνονται στο σύνολό τους οι μαθητές. Πάνω σε αυτή τη βάση έχουν δημιουργηθεί πληθώρα προγραμμάτων τα οποία εμπλέκουν ενεργητικά το σύνολο των μαθητών μέσω διαφόρων δραστηριοτήτων, όπως για παράδειγμα την δημιουργία ομάδων μαθητών που είναι υπεύθυνες για τον εκφοβισμό στο σχολείο ή την διοργάνωση εβδομάδας δράσεων κατά του εκφοβισμού. Τέτοιου είδους προγράμματα εφαρμόζονται με την στήριξη διαφόρων οργανώσεων και κέντρων ,όπως είναι τα κέντρα πρόληψης, το Ίδρυμα Νεολαίας και Δια Βίου Μάθησης καθώς και η τηλεφωνική γραμμή στήριξης παιδιών και εφήβων 116 111.
Εν κατακλείδι, ο διαχωρισμός των μύθων από την πραγματικότητα γύρω από το θέμα του σχολικού εκφοβισμού μας επιτρέπει την πληρέστερη κατανόηση των διαστάσεών του και συνεπώς τον σχεδιασμό και την εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης και αντιμετώπισής του, με εξαίρετα αποτελέσματα. Ο εκφοβισμός δεν σταματά , παρά μόνον αν οι προσπάθειές μας δεν είναι συστηματικές και διαρκείς. Τέλος τον πρωτεύοντα ρόλο έχουν τα ίδια τα παιδιά καθώς πρόκειται για ένα φαινόμενο που ξεκινά από αυτά και που τα ίδια έχουν την δύναμη να τερματίσουν.
Καραμποΐκη Δήμητρα
Ψυχολόγος